ἀναχωρήσεις

ἀναχωρήσεις
ἀναχώρησις
retiring
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀναχώρησις
retiring
fem nom/acc pl (attic)
ἀναχωρέω
go back
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναχωρέω
go back
fut ind act 2nd sg
ἀ̱ναχωρήσεις , ἀναχωρέω
go back
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναχωρέω
go back
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναχωρέω
go back
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • отъхожениѥ — ОТЪХОЖЕНИ|Ѥ (16), ˫А с. 1.Уход, удаление: прп(д)б‹ны›и же Ꙋбо ѥже ѡ томь ѿвѣ(т) приѥмъ. призываѥть вс˫а къ собѣ ѹченикы. имъ же и ѿхожениѥ повѣдавъ. (ἐξιτήρια) ЖФСт к. XII, 121; и ѡбще ѹбо ѿхоженьѥ стварѧюще. ˫ако же и путь со п(с)лмы. и мл҃твми …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъшьствиѥ — ОТЪШЬСТВИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Уход, удаление: отъшьстви˫а ради мѹжь не дожьдавъше прихода. (διὰ τὴν ἀποδημίαν) КЕ XII, 67а; По(д)бьны˫а ради вины. и вѧще четырь лѣтъ прѣлагаетсѧ. ѡбрѹченье. или недѹга ради ѡбрѹченика. или ѡбрѹче(н)цѧ. или см҃рти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ωριαίος — α, ο / ὡριαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις») 2. φρ. α) «ωριαία γωνία» αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …   Dictionary of Greek

  • Καρπάτσιο, Βιτόρε — (Vittore Carpaccio, Βενετία 1456; – 1526;). Ιταλός ζωγράφος. Το πρώτο γνωστό έργο του, που χρονολογείται περίπου το 1485, είναι ο Χριστός της συλλογής Κοντίνι στη Φλωρεντία. Στο έργο αυτό η προοπτική τοποθέτηση των μορφών και η απόδοση των όγκων… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”